-
1 φωνά
φωνά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν.)1 voiceφωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον O. 6.66
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον (sc. Βάττον) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (cf. P. 5.59) P. 4.63μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον P. 4.137
αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29
ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90
esp., of singing,Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.5
εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον (sc. ὦ Μοῖσα) P. 11.41ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ N. 2.25
δίδοι φωνάν N. 5.51
θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49
ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ I. 2.25
βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ ( ψυχρὸν Plut., unde ψυχὰν Wil.) fr. 124d.φωνᾷ τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
-
2 ἐξάρχω
-
3 κωμάζω
κωμάζω ( κώμαζ(ε); κωμάζοντ(α), - οντι: fut. med. pro act., κωμᾰσομαι, -άξομαι: aor. κώμᾰσαν; subj. -ᾰσομεν; κωμάξατε; κωμᾰσαις.)a abs., hold a triumphal procession.κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4
κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2
κωμάσομεν πὰρ Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν (χορεύσωμεν καὶ ὑμνήσωμεν Σ.) N. 9.1χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20
b celebrate (a person, event) with a victory hymn, or procession. τὸν (= Δία),ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ. ἁδυμελεῖ δ' ἐξάρχετε φωνᾷ N. 2.24
ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν (= Θεαῖον)ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.35
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι, τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν ( κωμάζομαι v. l.) I. 4.72 τοῖσι (i. e. in honour of Herakles and Iphikles)τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
πενταετηρίδ' ἑορτὰν Ἡρακλέος τέθμιον κωμάσαις sc. Aristagoras N. 11.28 -
4 ἐξάρχω
A begin, take the lead in, initiate, c. gen.,Θέτις δ' ἐξῆρχε γόοιο Il.18.51
;μολπῆς ἐξάρχοντες Od.4.19
, Il.18.606;ἐξῆρχον ἀοιδῆς Μοῦσαι Hes.Sc. 205
; ἐξάρχετε φωνᾷ (sc. τῆς μολπῆς) Pi.N.2.25;πτολέμω Corinn.26
;ἐ. πετροβολίας X.An.6.6.15
;παιᾶνος Plu.Lyc.22
;δόγματος Id.Galb.8
, etc.:—[voice] Med.,κακῆς ἐξάρχετο βουλῆς Od.12.339
.2 c. acc.,βουλὰς ἐξάρχων ἀγαθάς Il.2.273
;χορούς h.Hom.27.18
;ἐ. παιήονα Archil.76
;ᾠδάν Theoc.8.62
;παιᾶνα X.Cyr.3.3.58
(so in [voice] Med., 4.1.6):—[voice] Med., ἐξάρχου κανᾶ (cf. ἐνάρχομαι) E.IA 435: c. dupl. acc., εἰ δέ μ' ῷδ' ἀεὶ λόγους (v.l. λόγοις) ;μολπὰν.. οἵαν ἐξῆρχον θεούς E.Tr. 152
(lyr.).3 teach, ;ἐ. ὅρκον
dictate..,E.
IT 743: also, = διδάσκω 111,οἱ -οντες τὸν διθύραμβον Arist.Po. 1449a11
.5 c. part.,ἐξάρχεσθαι ἀεθλεύων A.R.1.362
.
См. также в других словарях:
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek